Οργάνωση Ελευθερίας του Τύπου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την Ελλάδα
Ένα χρόνο σχεδόν από τον θάνατο του ερευνητή δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας απέτυχε να διερευνήσει τη δολοφονία και να βελτιώσει τη συνολική ασφάλεια των δημοσιογράφων. Όσοι επικρίνουν την κυβέρνηση κινδυνεύουν περισσότερο.
Μιλώντας στην παρουσίαση νέας έκθεσης της οργάνωσης για την ελευθερία του Τύπου, Media Freedom Rapid Response (MFRR), η Διευθύντρια του EFJ Renate Schroeder είπε «Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις των αρχών, η πρόοδος [στην έρευνα του Καραϊβάζ] καθυστερεί πολύ και στερείται διαφάνειας.»
«Αυτό έχει δράσει ανατρεπτικά σε μεγάλο βαθμό και είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη δυσπιστία για την ικανότητα της κυβέρνησης να προστατεύσει τη δημοσιογραφική κοινότητα γενικότερα».
Η έκθεση της MFRR Controlling the Message: Challenges for Independent Reporting στην Ελλάδα (Έλεγχος του μηνύματος: Προκλήσεις για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην Ελλάδα) συντάχθηκε μετά από διερευνητική αποστολή και συνεντεύξεις με 30 εμπλεκόμενους φορείς.
Εκτός από τα προβλήματα στην έρευνα για τον Καραϊβάζ, η οποία περικλείεται από μήνες σιωπής της ελληνικής αστυνομίας, η έκθεση επεσήμανε επίσης νόμο κατά της παραπληροφόρησης που ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 2021
Αυτό καθιστά ποινικό αδίκημα τη δημοσίευση πληροφοριών «που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία». Υπάρχουν φόβοι ότι δημοσιογράφοι, η κοινωνία των πολιτών ή μέλη του κοινού που επικρίνουν τις κυβερνητικές πολιτικές θα μπορούσαν ενδεχομένως να παραβιάσουν τον νέο νόμο, ο οποίος επισύρει μέγιστη ποινή φυλάκισης πέντε ετών.
O Laurens C. Hueting, Υπεύθυνος Συνηγορίας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ελευθερία του Τύπου του ECPMF είπε ότι «οι προκλήσεις για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα είναι συστημικές… Παίζεται κορώνα γράμματα η συχνότητα και η έλλειψη λογοδοσίας για παραβάσεις που διαπράττονται από τις αρχές επιβολής του νόμου, είτε στο πλαίσιο διαμαρτυρίας είτε μετανάστευσης και οι διάφορες νομικές απειλές». Αυτές περιλαμβάνουν νομικές αγωγές SLAPP (Στρατηγικές Αγωγές κατά της Συμμετοχής του Δημοσίου) από τους πλούσιους και ισχυρούς με στόχο τη φίμωση των δημοσιογράφων και την εξάντληση των οικονομικών τους.
«Αυτά τα δύο φαινόμενα καθιστούν πραγματικά σαφές την εντύπωση μιας αποπνικτικής ατμόσφαιρας στην οποία είναι πολύ δύσκολο να είσαι επικριτικός, ανεξάρτητος δημοσιογράφος, τόσο «στους δρόμους» όσο και πίσω από το γραφείο σου».
Η Anne ter Rele, Υπεύθυνη Συνηγορίας στο Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου που εδρεύει στη Βιέννη, επανέλαβε τις ανησυχίες για τα SLAPP:
«Οι Έλληνες δημοσιογράφοι δεν έχουν πάντα το κεφάλαιο, τον χρόνο ή τα μέσα για να τα καταπολεμήσουν… είναι πολύ δαπανηρό και χρονοβόρο, ειδικά για μικρότερα πρακτορεία ειδήσεων και μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα για άλλους δημοσιογράφους που μπορεί να απέχουν από το ρεπορτάζ».
Τα ευρήματα της έκθεσης είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά δεδομένου του τρέχοντος πολιτικού κλίματος στην Ελλάδα. Η έκθεση της MFRR παρακολουθεί μια επιδείνωση της ελευθερίας του Τύπου από τότε που το συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ανέλαβε την εξουσία το 2019. Οι συνεργάτες της σύνταξης της έκθεσης λένε ότι η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας έχει «εμμονή με τον έλεγχο του μηνύματος» και με «τον περιορισμό επικριτών και διαφωνούντων».
«Ειδήσεις που είναι ενοχλητικές ή μη κολακευτικές για την κυβέρνηση, οι οποίες περιλαμβάνουν αναφορές για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν δημοσιεύονται από πολλά πρακτορεία ειδήσεων, δημιουργώντας σημαντικό εμπόδιο στην πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση και, στη συνέχεια, στην ενημερωμένη συμμετοχή του στη δημοκρατική διαδικασία».
Ορισμένοι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα αισθάνονται άμεσα αυτήν την πίεση, με τους δημοσιογράφους που καλύπτουν διαδηλώσεις και θέματα για το μεταναστευτικό να επηρεάζονται πιθανότερα. Η έκθεση περιγράφει περιστατικά όπου δημοσιογράφοι βρέθηκαν στο στόχαστρο διαδηλωτών και της αστυνομίας.
Η Ηλιάνα Παπαγγελή, Project Manager της ελληνικής ιστοσελίδας Solomon, η οποία εστιάζει σε θέματα μετανάστευσης, είπε ότι η κρατική υπηρεσία πληροφοριών παρακολουθούσε έναν από τους δημοσιογράφους της.
«Όταν το μάθαμε δεν είχαμε απολύτως καμία ιδέα τι να κάνουμε στη συνέχεια. Μέχρι πού φτάνουν; Μας ακολουθούν και στα κρυφά; Μας θεωρούν απειλή; Διατρέχουμε κάποιου είδους κίνδυνο;»
Η μεταναστευτική πολιτική είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα στην Ελλάδα, η οποία έχει βρεθεί στην κόψη του ξυραφιού της προσφυγικής κρίσης. Τον τελευταίο χρόνο, η Ελλάδα απωθεί πρόσφυγες από τα σύνορά της, μια πρακτική που αντίκειται στο διεθνές δίκαιο, με αποτέλεσμα άγνωστο αριθμό θανάτων. Οι συνθήκες στα κέντρα υποδοχής που άνοιξαν πρόσφατα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ (από τα οποία δεν επιτρέπεται να φύγουν όσοι ζητούν άσυλο) αποτελούν επίσης κοινωνικό ενδιαφέρον.
Χωρίς να απαντήσει σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου έγραψε στο Twitter ότι: «Η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκό κράτος δικαίου και η ανεξαρτησία του Τύπου είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Ο πλουραλισμός και η ελευθερία του λόγου και της κριτικής αποτελούν καθημερινή πρακτική».
Η Ελλάδα έπεσε πέντε θέσεις στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) 2021, ο οποίος περιέγραψε ένα «επικίνδυνο κοκτέιλ για την ελευθερία του Τύπου» στη χώρα που έχει την τέταρτη χειρότερη κατάταξη από οποιοδήποτε κράτος μέλος της ΕΕ.
Στον τομέα των μέσων ενημέρωσης της Ελλάδας κυριαρχούν εφημερίδες και ιστότοποι με πολιτικές διασυνδέσεις και ατζέντα, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για ανεξάρτητους δημοσιογράφους και ειδησεογραφικούς ιστότοπους. Αυτά που υπάρχουν, σύμφωνα με την έκθεση της MFRR, είναι πιθανόν να γίνουν στόχοι του κυβερνητικού εξονυχιστικού ελέγχου.
Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τη γερμανική δεξαμενή σκέψης Friedrich Naumann Foundation πέρυσι διαπίστωσε ότι οκτώ στους δέκα Έλληνες πιστεύουν ότι τα ΜΜΕ ελέγχονται από την κυβέρνηση ή τα πολιτικά κόμματα, ενώ τα δύο τρίτα δεν πιστεύουν ότι οι ελληνικές μεταδόσεις ειδήσεων είναι ακριβείς. Μια άλλη πρόσφατη έρευνα που έγινε για την ελληνική δεξαμενή σκέψης Ινστιτούτο Eteron διαπίστωσε ότι μόλις το 10,7 τοις εκατό εμπιστεύονται τα μέσα ενημέρωσης.
Οι εργαζόμενοι δημοσιογράφοι που συνέβαλαν στην έκθεση της MFRR, με τη σειρά τους, ανέφεραν ότι ένιωθαν περιορισμένοι στην εργασία τους, τόσο από ανησυχίες για την ασφάλειά τους όσο και από πολιτική πίεση. Οι ξένοι ανταποκριτές δεν εξαιρέθηκαν από αυτή την πίεση, με την MFRR να αναφέρει περιστατικά όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε προσπαθήσει να υπονομεύσει την αξιοπιστία των δημοσιογράφων στους συντάκτες τους.
Η κατάσταση για όσους καλύπτουν αμφιλεγόμενα θέματα με τρόπο που μπορεί να μην αρέσει στην κυβέρνηση είναι δύσκολη. Η Ηλιάνα Παπαγγελή περιέγραψε τη δύσκολη θέση των δημοσιογράφων που καλύπτουν τη μεταναστευτική κρίση:
«Κάθε φορά που επισκεπτόμαστε νησιά φοβόμαστε ότι οτιδήποτε μπορεί να μας συμβεί, ότι θα μπορούσαμε να συλληφθούμε ή να ανακριθούμε από τις αρχές. Δεν υπάρχει καμία κυβερνητική προθυμία ή ικανότητα να προστατεύσει τους δημοσιογράφους στην Ελλάδα.
«Αυτή τη στιγμή αποτελούμε στόχο, αυτούς που θέλουν να ελέγξουν, όχι αυτούς που θέλουν να προστατέψουν, εκτός κι αν πούμε την είδηση με τον τρόπο που θέλουν να την πούμε».