Ιταλοί εισαγγελείς παγίδευσαν τηλεφωνικά δημοσιογράφους σε αναζήτηση των πηγών τους
Οι εισαγγελείς της Σικελίας που ερευνούσαν ομάδες θαλάσσιας διάσωσης και φιλανθρωπικά ιδρύματα για φερόμενο λαθρεμπόριο μεταναστών, παγίδευσαν επίσης τηλέφωνα δημοσιογράφων για να βρουν τις πηγές τους και παρακολούθησαν τις κινήσεις δημοσιογράφων από τα τηλέφωνά τους, ανέφερε ιταλική εφημερίδα.
Άρθρο της ημερησίας εφημερίδας Domani ανέφερε επίσης μεταξύ των συνομιλιών που υπεκλάπησαν από επιθεωρητές πριν από αρκετά χρόνια όταν φέρεται να έγιναν οι παγιδεύσεις ήταν των δημοσιογράφων των Καθολικών μέσων ενημέρωσης και της κρατικής τηλεόρασης RAI.
Διεξήχθη έρευνα για το ρόλο των ομάδων και των ανθρωπιστικών οργανώσεων διάσωσης που εδρεύουν στη Λιβύη, οι οποίες έσωσαν χιλιάδες από πνιγμό στη θάλασσα, καθώς πρόσφυγες και μετανάστες προσπαθούσαν να φτάσουν στην Ιταλία.
Σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας, εισαγγελείς κατέγραψαν κρυφά δεκάδες συνομιλίες μεταξύ δημοσιογράφων και διασωστών που δεν γνώριζαν ότι τα τηλέφωνά τους ήταν παγιδευμένα. Δικηγόροι και δημοσιογραφικές οργανώσεις είπαν ότι αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές επιθέσεις κατά της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην ιστορία της Ιταλίας.
Η εφημερίδα δημοσίευσε το περιεχόμενο ενός αρχείου που συγκεντρώθηκε από δικαστές το οποίο περιείχε αντίγραφα δεκάδων συνομιλιών μεταξύ τουλάχιστον επτά δημοσιογράφων και των πηγών τους, σε μια προφανή παραβίαση των δημοσιογραφικών δικαιωμάτων.
«Μεταξύ των δημοσιογράφων των οποίων οι συνομιλίες υπεκλάπησαν είναι δημοσιογράφοι που έχουν διακινδυνεύσει τη ζωή τους για να εκθέσουν την τραγωδία στην Κεντρική Μεσόγειο ή τα βασανιστήρια των μεταναστών», δήλωσε ο ερευνητής δημοσιογράφος της Domani, Andrea Palladino στην εφημερίδα Guardian.
«Πρόκειται για μια κίνηση που θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ελευθερία της πληροφόρησης», πρόσθεσε, μιας πρωτοφανούς απόπειρας να βάλλουν κατά των δημοσιογράφων και των πηγών των άρθρων τους για ομάδες που βοηθούσαν πρόσφυγες και μετανάστες, για τις οποίες οι αρχές είπαν ότι πρόκειται για λαθρεμπόριο ανθρώπων.
Καθώς ορισμένες κυβερνήσεις προσπαθούν να κατασκοπεύσουν δημοσιογράφους για να βρουν τις πηγές των άρθρων τους που τους προκαλούν αμηχανία, οι δημοσιογράφοι έχουν στραφεί σε άλλα μέσα εκτός από τηλεφωνικές συνομιλίες, συμπεριλαμβανομένων ασφαλών ψηφιακών dropbox, όπως αυτά που αναπτύχθηκαν από την GlobaLeaks από μια ιταλική ομάδα.
Ο Primo Di Nicola, γερουσιαστής από το λαϊκιστικό κίνημα των 5 αστέρων, ο οποίος είναι μέλος της επιτροπής εποπτείας της βουλής για την RAI, δήλωσε ότι πρότεινε ένα νομοσχέδιο για την προστασία των δημοσιογράφων από παγίδευση των τηλεφωνικών συνομιλιών με τις πηγές τους.
Πρώην αξιωματούχοι της ιταλικής κυβέρνησης κατά τη στιγμή των τηλεφωνικών υποκλοπών προσπαθούσαν να αποτρέψουν τις ανθρωπιστικές ομάδες να διασώζουν μετανάστες στην Κεντρική Μεσόγειο από τα μη αξιόπλοα σκάφη των διακινητών.
Οι εισαγγελείς στο Τράπανι αυτό το μήνα κατηγόρησαν διασώστες από φιλανθρωπικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των Save the Children και των Médecins Sans Frontières για συνεργασία με λαθρέμπορους πριν αποκαλυφθούν οι τηλεφωνικές υποκλοπές.
Σύμφωνα με τα έγγραφα, ανέφερε η εφημερίδα, εισαγγελείς κατέγραφαν κρυφά συνομιλίες μεταξύ δημοσιογράφων και προσωπικού φιλανθρωπικών οργανώσεων για τα ταξιδιωτικά στοιχεία και τις εμπιστευτικές πηγές που χρησιμοποίησαν οι δημοσιογράφοι για τα άρθρα τους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ
Η Εθνική Ομοσπονδία Τύπου της Ιταλίας ζήτησε να μάθει ποιος το ενέκρινε και είπε αν ο στόχος ήταν να ανακαλυφθούν οι πηγές των δημοσιογράφων, τότε παραβιάστηκαν τα επαγγελματικά δικαιώματα των δημοσιογράφων.
«Θα ήταν πολύ σοβαρό, εάν (η παγίδευση) ήταν ένας τρόπος να αποκαλυφθούν οι πηγές τους. Η προστασία των πηγών βασίζεται στο έργο των δημοσιογράφων», δήλωσε ο Di Nicola.
Ο Andrea Di Pietro, δικηγόρος των μέσων ενημέρωσης και νομικός σύμβουλος του ιταλικού εποπτικού φορέα Ossigeno per L'informazione, δήλωσε στην Guardian ότι το σκάνδαλο είναι «μία από τις μεγαλύτερες επιθέσεις κατά του Τύπου στην ιστορία αυτής της χώρας».
Ο Di Pietro δήλωσε ότι δεν απαγορεύεται η παγίδευση τηλεφώνου δημοσιογράφων εάν υπάρχουν υπόνοιες για διάπραξη αδικημάτων, «αλλά όσον αφορά σε αυτήν την περίπτωση φαίνεται ότι οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι δεν είναι υπό εισαγγελική έρευνα».
«Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, παγιδεύσεις τηλεφώνων που σχετίζονται με συνομιλίες ή επικοινωνίες αυτών των ατόμων - όπως οι δημοσιογράφοι - που επωφελούνται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορεί να εφαρμοστούν», είπε.
Δεν υπήρχε άμεσο σχόλιο από τους ιταλούς εισαγγελείς, οι οποίοι συνήθως αρνούνται να μιλήσουν για έρευνες, εάν οι υποκλοπές ήταν νόμιμες ή εάν είχαν εγκριθεί από τις δικαστικές αρχές.
Μεταξύ των τηλεφωνικών κλήσεων ήταν ενός δημοσιογράφου της ιταλικής Καθολικής εφημερίδας Avvenire που ρωτούσε μια πηγή πώς να πάρει ένα βίντεο που δείχνει την βία κατά των μεταναστών στη Λιβύη, ένα βασικό σημείο εκκίνησης διακινητών ανθρώπων που στέλνουν σαθρές βάρκες προς την Ευρώπη.
Επίσης, φέρεται να παγιδεύτηκαν οι τηλεφωνικές κλήσεις της ανεξάρτητης δημοσιογράφου Nancy Porsia, η οποία είπε ότι έδωσε στους εισαγγελείς προσωπικά στοιχεία και τα ονόματα των πηγών της, ανέφερε η Domani.
Οι κινήσεις της εντοπίστηκαν με την χρήση συσκευής γεωεντοπισμού στο κινητό της τηλέφωνο, που έδειξε στους υπαλλήλους την τοποθεσία της, ένα άλλο παρεμβατικό μέτρο.
Το 2019, αφού αποκάλυψε τις εγκληματικές δραστηριότητες ενός διακινητή ανθρώπων που εργάζεται στην ακτοφυλακή της Λιβύης, η Porsia και ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Nello Scavo από την Avvenire, έλαβαν αστυνομική προστασία.
Οι εισαγγελείς άκουσαν τις συνομιλίες τους, πρόσθεσε η έκθεση, η συνομιλία του Scavo καταγράφηκε ενώ μιλούσε με πηγή για το πώς να πάρει το βίντεο που δείχνει τη βία, αν και το τηλέφωνό του δεν είχε παγιδευτεί.
«Έδωσα στις αρχές και στην αστυνομία σημαντικές πληροφορίες για το δίκτυο των διακινητών, για την συνενοχή τους στα πολιτικά παιχνίδια στη Λιβύη», δήλωσε η Porsia. «Αλλά είναι σαφές ότι, ενώ τους έδινα αυτές τις πληροφορίες, υπέκλεπταν τις κλήσεις μου», είπε επίσης.
Πρόσθεσε: «Το λυπηρό είναι ότι εκείνη την εποχή, ήξεραν ότι η ζωή μου ήταν σε κίνδυνο μετά από τις απειλές των διακινητών και, αντί να με προστατεύουν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου».