Δημοσιογράφοι συλλαμβάνονται για κάλυψη COVID-19, δημοσιογράφοι φυλακίζονται, δολοφονούνται
Σε μια προφανή ασταμάτητη επίθεση εναντίον της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης, τουλάχιστον 387 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης φυλακίστηκαν μέχρι την 1η Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους, και περισσότεροι από 130 συνελήφθησαν για δημοσιεύματα αναφορικά με την κρίση του COVID-19 που πολλές κυβερνήσεις ήθελαν να κρύψουν ή να υποτιμήσουν.
Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από το γερμανικό γραφείο για την ελευθερία του Τύπου της ΜΚΟ «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» (RSF) και ανακοινώθηκαν στην ετήσια έκθεσή του, ανέφερε η Deutsche Welle.
Με τον αριθμό των δημοσιογράφων που φυλακίζονται στην Τουρκία να αυξάνεται, η Κίνα είναι η πρώτη στη λίστα που τους έβαλε πίσω από τα σίδερα, 117 τον αριθμό, ακολουθούμενη από τη Σαουδική Αραβία (34) Αίγυπτο (30) Βιετνάμ (28) και τη Συρία (27), ενώ ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Antonio Guterres, περιορίστηκε σε δελτία τύπου για να υποστηρίξει τους δημοσιογράφους.
Η έκθεση παρουσιάστηκε λίγες μέρες σε δημοσίευμα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, σύμφωνα με την οποία 42 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης δολοφονήθηκαν φέτος επειδή επιτελούσαν το έργο τους, με το Μεξικό στην πρώτη θέση με 13 δολοφονίες.
Το επάγγελμα έχει γίνει πιο θανατηφόρο από τότε που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump, ο οποίος μισεί τον Τύπο, ανέλαβε τα καθήκοντά του, και το 2017 φέρεται να ζήτησε από τον τότε διευθυντή του FBI, James Comey, να βάλλει δημοσιογράφους στη φυλακή για δημοσίευση διαβαθμισμένων πληροφοριών.
Ο Trump έχει επίσης πιέσει να εκδοθεί ο ιδρυτής των WikiLeaks, Julian Assange, από φυλακή στο Λονδίνο, για να αντιμετωπίσει κατηγορίες κατασκοπείας στις ΗΠΑ επειδή αποκάλυψε δολοφονίες αμάχων και δύο δημοσιογράφων του Reuters σε επίθεση αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ.
Ο γολγοθάς του Assange ήταν η πιο προβεβλημένη υπόθεση καθώς παραμένει στη φυλακή σε κακή κατάσταση υγείας και αντιμετωπίζει κατηγορίες, τις οποίες υποστηρικτές του ερμηνευόυν ως ποινικοποίηση της δημοσιογραφίας, εγκαταλελειμμένος από την κυβέρνησή του στην Αυστραλία.
Από τους δημοσιογράφους που συνελήφθησαν για κάλυψη της πανδημίας COVID-19, την οποία ορισμένες αυταρχικές κυβερνήσεις κατηγορήθηκαν ότι χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για να εδραιώσουν την εξουσία και να πατάξουν τους δημοσιογράφους που έκαναν δύσκολες ερωτήσεις, 14 παραμένουν φυλακισμένοι τη στιγμή που παρουσιάστηκε η έκθεση.
“Ο υψηλός αριθμός των φυλακισμένων δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο ρίχνει άπλετο, σκληρό φως στις τρέχουσες απειλές κατά της ελευθερίας του Τύπου", δήλωσε η Katja Gloger, επικεφαλής του γερμανικού γραφείου της RSF, ανέφερε η ιστοσελίδα ειδήσεων.
Είπε ότι πάρα πολλές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την πανδημία για να ωθήσουν την ατζέντα τους, η οποία είναι απόπειρα να φιμώσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και να κρυφτούν από τα φώτα που στρέφονται επάνω τους, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών για αδικίες και αμφισβητήσιμες συμβάσεις για τη χρηματοδότηση υγειονομικών μέτρων.
“Πίσω από κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται η τύχη ενός ατόμου που αντιμετωπίζει ποινικές δίκες, μακρά φυλάκιση και συχνά κακοποίηση επειδή δεν υποτάχθηκε στη λογοκρισία και την καταστολή", πρόσθεσε.
Παρουσιάστηκε η περίπτωση του ερευνητικού δημοσιογράφου Hopewell Chin'ono από τη Ζιμπάμπουε, ο οποίος συνελήφθη για άρθρο του σχετικά με την πώληση υπερτιμημένης φαρμακευτικής αγωγής COVID-19 από την κυβέρνηση.
Συνελήφθη με “βάναυσο τρόπο”, δήλωσε η συνάδελφος της Gloger, Sylvie Ahrens-Urbanek, σημειώνοντας ότι ο δημοσιογράφος πέρασε έξι εβδομάδες στη φυλακή, καθώς η αίτηση για εγγύηση απορρίφθηκε επανειλημμένα, αλλά η κυβέρνηση –όπως οι περισσότερες- δεν πληρώνουν το τίμημα για την κακοποίηση που ασκούν.
Ένα από τα πιο ανήκουστα παραδείγματα καταδίωξης του Τύπου σημειώθηκε στη Λευκορωσία όπου επί μήνες έγιναν διαδηλώσεις που απαιτούσαν την παραίτηση του επανεκλεγέντα με νοθεία δικτάτορα - προέδρου Alexander Lukashenko για να παραμείνει στην εξουσία μετά από 26 χρόνια.
Τουλάχιστον 370 δημοσιογράφοι συνελήφθησαν για κάλυψη των διαδηλώσεων που απεικονίζουν τις σκληρές τακτικές του Lukashenko, συμπεριλαμβανομένου του ξυλοδαρμού διαδηλωτών και των σκιωδών πρακτόρων που τους απομάκρυνε από τους δρόμους.
Υπάρχουν πολλοί ακόμα δημοσιογράφοι που υποφέρουν στη φυλακή, όπου ο COVID-19 αποτελεί κίνδυνο, ορισμένοι λέγεται ότι δεν έχουν λάβει κατάλληλη ιατρική περίθαλψη ή έχουν απομονωθεί, προσθέτοντας στο ψυχολογικό φορτίο του φόβου.
Η RSF δήλωσε ότι πέντε δημοσιογράφοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ποινές θανάτου μετά τον Ιρανό Ruhollah Zam, του οποίου ο ιστότοπος κάλυψε αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες το 2017, και ο οποίος εκτελέστηκε δια απαγχονισμού στις 12 Δεκεμβρίου. Οι άλλοι τέσσερις κρατούνται από τους αντάρτες Χούτι στην Υεμένη.
Άλλοι 54 εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης έχουν απαχθεί στη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη. Μερικοί από αυτούς αγνοούνται εδώ και χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του βραβευμένου Αμερικανού δημοσιογράφου Austin Tice, πρώην αξιωματικού του Ναυτικού Σώματος των ΗΠΑ που εξαφανίστηκε στο Ιράκ το 2012. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσφέρει αμοιβή 1 εκατομμυρίου δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στην εύρεσή του.
Άλλοι τέσσερις δημοσιογράφοι εξαφανίστηκαν υπό ανεξήγητες συνθήκες το 2020 - ένας στο Ιράκ, ένας στο Κονγκό, ένας στη Μοζαμβίκη και ένας στο Περού, ένας κατάλογος που μεγαλώνει.