Moneyval: Η Μάλτα δεν καταπολεμά το ξέπλυμα χρήματος

Joseph-Muscat (1).jpg

Η Μάλτα που αποκτά όλο και περισσότερη φήμη διεφθαρμένου κράτους, όπου δολοφονήθηκε η ερευνητική δημοσιογράφος Daphne Caruana Galizia ενώ ερευνούσε παρανομίες σε ανώτατα κλιμάκια, δεν έχει πάρει στα σοβαρά την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος σύμφωνα με την επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Moneyval.

Οι επιθεωρητές της Moneyval δεν “έχουν πειστεί” ότι η Μάλτα διερευνά και διώκει αποτελεσματικά περιπτώσεις ξεπλύματος παράνομου χρήματος, δωροδοκίας και διαφθοράς υψηλού επιπέδου, ανέφεραν οι Sunday Times της Μάλτας.

Σύμφωνα με προσχέδιο έκθεσης της Moneyval που είδε η εφημερίδα, η χώρα έχει αξιολογηθεί ως οικτρή και δείχνει ότι υπάρχει ουσιαστικά ελάχιστο ενδιαφέρον για την παύση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

“Περιορισμένοι πόροι, τόσο ανθρώπινοι όσο και οικονομικοί, που διατίθενται για τη διερεύνηση και δίωξη του ξεπλύματος παράνομου χρήματος, έχουν βαρύ αντίκτυπο στη δυνατότητα της Μάλτας να το καταπολεμήσει αποτελεσματικά,” αναφέρει η έκθεση των 230 σελίδων.

Το άρθρο ήρθε στη δημοσιότητα ένα μήνα μετά την ανακοίνωση της υπηρεσίας καταπολέμησης ξεπλύματος χρήματος ότι η χώρα απέτυχε στην τελική αξιολόγηση διεθνών εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης και είχε δοθεί ένας χρόνος για να συμμορφωθεί, διαφορετικά θα αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να μπει στη μαύρη λίστα.

Μεταξύ των ελλείψεων που σημειώθηκαν στην έκθεση, η αστυνομία δεν διαθέτει τους πόρους ή την εμπειρογνωσία να αντιμετωπίζει μείζονα οικονομικά εγκλήματα, και η FIAU, η οποία συλλέγει πληροφορίες για τα εγκλήματα αυτά, παρακωλήθηκε από τις ελλείψεις που υπάρχουν.

Αλλά το πιο επιβαρυντικό στοιχείο αποτέλεσε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της Μάλτας, Joseph Muscat, ο οποίος σε κάποιο σημείο ενεπλάκη στην έρευνα Galizia, δεν έχει κάνει προτεραιότητα την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει δυσφημιστεί.

Η αδυναμία καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος, σύμφωνα με την έκθεση, “θα μπορούσε να δημιουργήσει στο ευρύτερο κοινό την αντίληψη ότι ίσως υπάρχει μια κουλτούρα αδράνειας ή ατιμωρησίας,” αναφέρει επιπλέον η έκθεση, πρόβλημα το οποίο οι επικριτές λένε ότι ήδη συμβαίνει.

Previous
Previous

Εισαγγελέας ασκεί ποινική δίωξη για επισφαλή δάνεια και παραβιάσεις capital controls

Next
Next

Αυστραλιανά ΜΜΕ ενώνουν τα χέρια κατά αστυνομικών εφόδων