Στο επίκεντρο η παρακμή ελευθερίας του Τύπου στις ΗΠΑ και οι επιθέσεις κατά δημοσιογράφων

minneapolis protests.png

Η Αμερική μπορεί να είναι η γη των ελεύθερων και πατρίδα των γενναίων, αλλά οδεύει προς ένα λιγότερο από ελεύθερο Τύπο, και οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι γενναίοι για να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες επιθέσεις κατά του επαγγέλματος και των ίδιων.

Μια έρευνα της Επιτροπής Δημοσιογράφων για την Ελευθερία του Τύπου (RCF) διαπίστωσε ταχεία διολίσθηση του σεβασμού προς τον ελεύθερο Τύπο που κατοχυρώνεται από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος, και αναταραχές που ξέσπασαν το 2020 εν μέσω πανδημίας με διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα για φυλετική δικαιοσύνη και κατά της αστυνομικής βαρβαρότητας.

Υπήρξε, σύμφωνα με την έκθεση, «τρομακτική έκταση της αστυνομικής βίας κατά των δημοσιογράφων», που πυροδοτήθηκε από τη δολοφονία του αφροαμερικανού George Floyd για την οποία κρίθηκε ένοχος αστυνομικός της Μινεσότα, ο Derek Chauvin.

Οι δημοσιογράφοι που συνέρρεαν για να καλύψουν σωρεία διαδηλώσεων σε πόλεις διαπίστωσαν ότι κυματίζοντας τα διαπιστευτήριά τους στον αέρα δεν εμπόδισε την αστυνομία να παρενοχλεί, να εκφοβίζει, να χτυπάει, να ψεκάζει με σπρέι πιπεριού και να τους συλλαμβάνει, προκαλώντας σοβαρούς τραυματισμούς.

Σημειώθηκαν 438 επιθέσεις και 129 συλλήψεις – εντεκαπλάσιες και δεκαπενταπλάσιες αντίστοιχα σε σχέση με το 2019, με τον οργανισμό να λέει ότι οι αρχές επιβολής του νόμου ευθύνονται για το 80% των επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων.

«Είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων λεκτικών επιθέσεων κατά του Τύπου», δήλωσε η Sarah Matthews, ανώτερη δικηγόρος του προσωπικού RCPF, στην Blueprint for Free Speech, κατηγορώντας ιδίως τον πρώην πρόεδρο Donald Trump που αποκαλούσε τους δημοσιογράφους «εχθρούς του λαού».

«Απλά κλιμακώθηκε κάθε χρόνο καθώς έκανε περισσότερες επιθέσεις στον Τύπο με αναρτήσεις στο Twitter», είπε, στρέφοντας όχι μόνο τη σκληροπυρηνική του βάση εναντίον δημοσιογράφων και της ελευθερίας του Τύπου, αλλά και κατά των αρχών επιβολής του νόμου.

«Το πιο επικίνδυνο μέρος για έναν δημοσιογράφο είναι οι διαδηλώσεις… παλαιότερα δεν αποτελούσαν στόχο οι δημοσιογράφοι, είχες τα διαπιστευτήρια του Τύπου και η αστυνομία το σεβόταν αυτό, οι διαδηλωτές δεν σου έκαναν επίθεση και υπήρχε μια αίσθηση σεβασμού για το μέσα ενημέρωσης », είπε.

Δύο δημοσιογράφοι των Los Angeles Times, η Molly Hennessy-Fiske και η βραβευμένη με Pulitzer φωτογράφος, Carolyn Cole, δήλωσαν ότι ενώ κάλυπταν διαδηλώσεις για τον George Floyd οι πολιτειακοί αστυνομικοί της Μινεσότα τις ακινητοποίησαν σε τοίχο και τις χτύπησαν με αμβλύ όργανα, δακρυγόνα και χημικό σπρέι.

Κατέθεσαν ομαδική αγωγή μαζί με την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών με την κατηγορία ότι ο Τύπος είναι «υπό πολιορκία» - από μια αστυνομία που αγνοεί τα διαπιστευτήρια του Τύπου.

Η Cole υπέστη εκδορά του κερατοειδούς και χημικά εγκαύματα στο μάτι και στο δέρμα της και έγινε το θέμα της φωτογραφίας που την έκανε διάσημη: μαζεμένη σε μια πέτρινη γωνία με την κάμερα και τον εξοπλισμό της, καλυμμένη με χημικό υγρό, ουρλιάζοντας από τον πόνο.

Ο Andrew Noel, ένας από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν τους δημοσιογράφους, είπε ότι οι ίδιες και άλλοι δημοσιογράφοι ήταν στόχοι της πολιτειακής αστυνομίας. «Είναι τελείως σοκαριστικό να βλέπουμε πώς η Πρώτη και η Τέταρτη Τροπολογία περιφρονήθηκαν από την πολιτειακή αστυνομία σε αυτή την περίπτωση», δήλωσε στην Minneapolis Star-Tribune.

Η Matthews είπε ότι υπάρχει και άλλη εξήγηση για την κλιμάκωση των επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων από τις αρχές επιβολής του νόμου. «Η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας έχει επίσης διαδραματίσει ρόλο. Βλέπετε την αστυνομία να χρησιμοποιεί εξοπλισμό που έχει σχεδιαστεί για μάχη… πανοπλία, ακόμη και χειροβομβίδες κρότου - λάμψης και λαστιχένιες σφαίρες. Έχοντας αυτά τα εργαλεία άμεσα διαθέσιμα σημαίνει ότι χρησιμοποιούνται », είπε.

ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ

Όποιος έχει δει το Spotlight, που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το 2015, μπορεί να αισθανθεί τη διαφορά στο πόσο δέος ενέπνεαν οι δημοσιογράφοι που σκάλιζαν θέματα σε βάθος. Η ταινία πήρε το όνομά της από την ερευνητική ομάδα της Boston Globe που ξεσκέπασε παιδόφιλους ιερείς τους οποίους προστάτευε η ισχυρή Καθολική Εκκλησία.

Ο Ben Bradlee ο νεότερος που επέβλεπε την ομάδα, είπε στην Blueprint πόσο έχει αλλάξει το σκηνικό στα 20 χρόνια από τότε που η ιστορία αποκαλύφθηκε με το κλασσικό τρέξιμο των δημοσιογράφων για πληροφορίες και την άρνησή τους να υποχωρούν στα ισχυρά συμφέροντα. «Είμαι αρκετά απαισιόδοξος λόγω του διχασμού που επικρατεί στη χώρα και της αδυναμίας μας να συμφωνήσουμε ακόμη και στο τι αποτελεί πλέον γεγονός. Δεν υπάρχει πια Walter Cronkite, καμία αξιόπιστη πηγή ειδήσεων. Με 500 κανάλια, το τέλος των εφημερίδων και την άνθηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο καθένας κάνει τις δικές του αγορές reality», είπε.

«Σε ένα άλλο Spotlight σήμερα, οι μεγάλες κρατικές εφημερίδες εξακολουθούν να κάνουν εξαιρετική ερευνητική δημοσιογραφία, αλλά για τις περισσότερες μικρότερες, περιφερειακές εφημερίδες που έχουν αποσυρθεί από την κυκλοφορία λόγω του Διαδικτύου και έχουν χάσει τόσους πολλούς δημοσιογράφους, υπάρχουν όλο και λιγότερες, και αυτό είναι ανησυχητικό», είπε.

Ο Josh Singer, συν-συγγραφέας του σεναρίου Spotlight, είπε ότι ήθελαν να παρουσιάσουν την αξία του έργου των δημοσιογράφων και είχε την αίσθηση ότι μειωνόταν.

«Το κίνητρο ήταν να πούμε την ιστορία με ακρίβεια παρουσιάζοντας τη δυναμική της αίθουσας σύνταξης, κάτι που σε μεγάλο βαθμό έχει εξαφανιστεί σήμερα. Αυτή η ιστορία είναι σημαντική. Η δημοσιογραφία είναι σημαντική και υπάρχει ένα βαθύτερο μήνυμα στην ιστορία», είπε στο Creative Screenwriting.

Στην Αϊόβα, η αστυνομία κατάφερε να συλλάβει την Andrea Sarhouri, δημοσιογράφο της Des Moines Register, με την κατηγορία άρνησης να απομακρυνθεί ενώ κάλυπτε διαδήλωση για το Black Lives Matter το 2020, πράγμα το οποίο προβλημάτισε την εφημερίδα της και τους οργανισμούς μέσων ενημέρωσης.

Τον Μάρτιο, αθωώθηκε, αλλά ο εκτελεστικός διευθυντής του RCFP Bruce Brown είπε ότι «οι αρχές επιβολής του νόμου δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν συλλάβει την Andrea Sahouri απλώς και μόνο επειδή έκανε τη δουλειά της ως δημοσιογράφος και η απόφαση να προχωρήσουν με τη δίωξή της έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πρώτη τροπολογία του συντάγματος», βάζοντας σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους δημοσιογράφους.

Η Matthews είπε, «ιστορικά υπήρξαμε ο προμαχώνας της ελευθερίας του Τύπου, η πατρίδα της Πρώτης Τροπολογίας, ο φάρος για τον υπόλοιπο κόσμο. Έχουμε παίξει ρόλο πρότυπο για το δικαίωμα στον ελεύθερο Τύπο και αυτό είναι πραγματικά ανησυχητικό, διότι βλέπουμε πραγματικές και σοβαρές επιθέσεις που οδηγούνται από οργή και μίσος».

Η Katherine Jacobsen, ερευνήτρια στην Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων στις ΗΠΑ, δήλωσε στην Blueprint ότι ο οργανισμός ανησυχεί «για τους τρόπους με τους οποίους η παραπληροφόρηση και η πύρινη ρητορική κατά των μέσων μαζικής ενημέρωσης που δαιμονοποιεί τον Τύπο μεταφράζεται σε ανησυχία για την ασφάλεια των δημοσιογράφων όταν κάνουν δημοσιογραφία».

«Η δυσπιστία στα μέσα ενημέρωσης, η αυξημένη πολιτική πόλωση και αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων έχουν κάνει το περιβάλλον της δημοσιογραφίας πιο ανήσυχο και έχει εντείνει την ανησυχία για την ασφάλεια των δημοσιογράφων στις ΗΠΑ», πρόσθεσε.

Αυτό που είναι εξίσου ανησυχητικό, είπε, είναι: «Όταν οι αξιωματούχοι επιβολής του νόμου δεν λογοδοτούν για τις συλλήψεις ή επιθέσεις κατά του Τύπου, αυτό στέλνει ένα μήνυμα στο κοινό ότι η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης δεν αποτελεί προτεραιότητα. Η αστυνομία πρέπει να προστατεύει και να διευκολύνει το σημαντικό έργο των δημοσιογράφων, όχι να τους συλλαμβάνει και να τους επιτίθεται ».



Previous
Previous

Απορρίφθηκε στο Στρασβούργο έφεση μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος

Next
Next

«Αεροπειρατεία» Λευκορωσίας στην Ryanair για να συλλάβει δημοσιογράφο