Με περισσότερες ψήφους η δικαστής Barrett περιορίζει πρόσβαση στην πληροφόρηση
Υποστηρίζοντας το απόρρητο των κυβερνητικών υπηρεσιών, η δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Amy Coney Barrett - στην πρώτη της γνώμη της πλειοψηφίας – με ψήφους 7-2 περιορίζει την πρόσβαση στην πληροφόρηση, το οποίο αντίκειται στο νόμο περί ελευθερίας της πληροφόρησης (FOIA).
Το δικαστήριο περιόρισε τον αριθμό των εγγράφων που εμπίπτουν στον FOIA, ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται συχνά από δημοσιογράφους, ακτιβιστές και άλλους που αναζητούν λεπτομέρειες κυβερνητικών αποφάσεων και ενεργειών, καθώς και τις αξιολογήσεις βασει των οποίων ελήφθησαν αποφάσεις.
Η απόφαση θεωρείται πλήγμα για τις ομάδες υπέρ της διαφάνειας και για τους υποστηρικτές του FOIA οι οποίοι δήλωσαν ότι ο νόμος σχεδιάστηκε για να κάνει τα επίσημα έγγραφα προσβάσιμα στο κοινό.
Η πρώτη της γνώμη, που ανέτρεψε την απόφαση του Εφετείου, εκφράστηκε σε μια υπόθεση που ήταν η πρώτη που άκουσε ως δικαστής στις 2 Νοεμβρίου 2020. Ο διορισμός της Barrett από τον πρώην Πρόεδρο Donald Trump έχει θεωρηθεί πρόκληση από πολλούς.
Εκφράστηκε σε μια καταγγελία του The Sierra Club και ομάδες που αναζητούσαν περισσότερες πληροφορίες για κανονισμό του Οργανισμού Προστασίας Περιβάλλοντος 2014 που αφορούσε στη λειτουργία των δομών πρόσληψης νερού ψύξης και εάν θα έβλαπταν προστατευόμενα είδη.
Η Barrett είπε ότι τα αρχεία προστατεύονται για να αποτρέψουν την αποκάλυψη των αξιολογήσεων που γίνονται εντός μιας υπηρεσίας προτού ληφθεί η τελική απόφαση, μια εξαίρεση που έγραψε, ακόμη και για έγγραφα που αποτυπώνουν τα τελευταία λόγια των υπηρεσιών πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα.
«Ένα έγγραφο δεν είναι οριστικό μόνο επειδή δεν το ακολουθεί τίποτα άλλο», έγραψε. «Μερικές φορές μια πρόταση δεν ολοκληρώνεται», ανέφεραν οι New York Times για την άποψή της.
Η απόφαση του Ένατου Περιοδεύοντος Εφετείου στο Σαν Φρανσίσκο, με διχογνωμία 2-1, είχε την αίσθηση ότι τα σχέδια αποφάσεων αντικατοπτρίζουν τα τελικά συμπεράσματα μιας υπηρεσίας και πρέπει να αποκαλύπτονται, αλλά η Barrett αντιτάχθηκε σε αυτό το επιχείρημα.
«Αυτό συμβαίνει σε αξιολογήσεις - ορισμένες ιδέες απορρίπτονται ή απλώς φθίνουν», έγραψε. «Ωστόσο, τα έγγραφα που συζητούν τέτοιες αδιέξοδες ιδέες δύσκολα μπορούν να περιγραφούν ότι αντικατοπτρίζουν την επιλεγμένη πορεία της υπηρεσίας. Αυτό που έχει σημασία, λοιπόν, δεν είναι αν ένα έγγραφο είναι τελευταίο στη σειρά, αλλά εάν κοινοποιεί μια πολιτική στην οποία έχει καταλήξει η υπηρεσία».
Η Barrett έγραψε ότι δεν ήταν αρκετό το γεγονός ότι τα σχέδια «αποδείχτηκαν να είναι η τελευταία λέξη των υπηρεσιών για ενδεχόμενη απειλή μιας πρότασης κατά των απειλούμενων ειδών», αλλά εξέφρασε την ανησυχία της ότι αργότερα θα μπορούσαν να βγουν εμπιστευτικές συζητήσεις στα μέσα ενημέρωσης, ανέφεραν οι Times.
ΑΠΛΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Ο FOIA είναι ένας νόμος που έχει σχεδιαστεί για να επιτρέπει στο κοινό μεγαλύτερη πρόσβαση σε κυβερνητικά αρχεία και απαιτεί την αποκάλυψη εγγράφων που κατέχει μια ομοσπονδιακή υπηρεσία, εκτός εάν εμπίπτουν σε ορισμένες εξαιρέσεις.
Ενώ η υπόθεση που έφερε την απόφαση που σχετίζεται με το αίτημα των περιβαλλοντικών ομάδων για έγγραφα σχετικά με κακοποίηση απειλούμενων ειδών, θα μπορούσε να αφορά άλλες περιπτώσεις στις οποίες δημοσιογράφοι ή άλλα άτομα επίσης απαιτούν πρόσβαση στις αξιολογήσεις.
Η πρόκληση επικεντρώθηκε σε αρχεία που σχετίζονται με τις διαβουλεύσεις της Υπηρεσίας Αλιείας και Άγριας Φύσης των ΗΠΑ και της Εθνικής Υπηρεσίας Θαλάσσιας Αλιείας με την EPA, αλλά ενώ κυκλοφόρησαν χιλιάδες έγγραφα, άλλα παρακρατήθηκαν ως "προνόμιο διαβουλευτικής διαδικασίας".
Η Barrett, κάνοντας έναν υπαινιγμό για την προφανή της τάση να ευνοεί την εμπιστευτικότητα για την κυβέρνηση, είπε ότι το προνόμιο «προστατεύει το εν λόγω σχέδιο με τις απόψεις περί βιολογίας επειδή αντικατοπτρίζει μια αρχική άποψη - όχι μια τελική απόφαση – για την πιθανή επίδραση του προτεινόμενου κανονισμού της EPA για τα είδη υπό εξαφάνιση".
Είπε ότι τα προσχέδια των υπηρεσιών δεν είχαν ποτέ τελική έγκριση, δεν είχαν σταλεί στην EPA και ήταν "προκαταρκτικά και συμβουλευτικά", αλλά με αυτό τον τρόπο το δικαστήριο εμπόδισε τους περιβαλλοντολόγους να γνωρίζουν τη διαδικασία για τη λήψη μιας απόφασης.
Η Barrett εύκολα κέρδισε την πλειοψηφία για την άποψή της, αν και οι δικαστές Stephen Breyer και Sonia Sotomayor διαφώνησαν. Ο Breyer αμφέβαλλε αν τα έγγραφα που φυλάσσονται κρυμμένα είναι πραγματικά προσχέδια, γράφοντας ότι πιστεύει ότι αντικατοπτρίζουν τις τελικές αποφάσεις και πρέπει «να μην εξαιρούνται».
Ενώ ο Πρόεδρος Trump είχε μια μάλλον αμφιλεγόμενη σχέση με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υπήρχαν λίγες ενδείξεις βάσει του ιστορικού της Barrett ως δικαστής του Εφετείου των ΗΠΑ για το πώς θα αποφανθεί για ζητήματα ελευθερίας του Τύπου παρά τις συντηρητικές της απόψεις.
Πριν από το διορισμό της, η Επιτροπή Δημοσιογράφων για την Ελευθερία του Τύπου έγραψε ότι, "Εξ όσων γνωρίζουμε, η δικαστής Barrett δεν είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα του Τύπου - τα προνόμια του δημοσιογράφου, για παράδειγμα, την κυβερνητική διαφάνεια, ή τα παραδοσιακά αδικήματα παραβίασης απορρήτου. Συντάχθηκε μόνο με μία απόφαση που αφορά την ουσία του νόμου περί δυσφήμισης. "